''...Καιρό είχε να πλησιάσει τη γυναίκα του και τώρα που ο ήλιος ζέσταινε το τιμόνι, θυμήθηκε νιόπαντροι, πώς οργώνανε τις παραλίες μ’αυτό το παλιοαμαξάκι, τσουρουφλισμένοι απ’την κάψα του καλοκαιριού, του έρωτα. Χρειάζονταν μόνο ελάχιστα για να ναι ευχαριστημένοι. Εκτός, ίσως από το να πηγαίνουν σινεμά. Τότε, μοναχά οι δυό τους, βλέπανε παλιές ασπρόμαυρες  ταινίες, στις ταράτσες των αθηναϊκών κινηματογράφων και μετά ξεσηκώνανε ατάκες, που τις έλεγαν περισπούδαστα ο ένας στον άλλον, κατηφορίζοντας την Αλεξάνδρας..."



απόσπασμα από το διήγημά μου ''Καζαμπλάνκα'' 

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ, εκδόσεις Κύμα, (συλλογικό)