Ηλεκτρικό Βυσσινί, της Καρίνας Βέρδη
15.10.2018 | Βιβλιοκριτικές |     
H Καρίνα Βέρδη με την ποιητική της συλλογή: « Ηλεκτρικό Βυσσινί» ανασυνθέτει, αφού τα αποδομεί, στοιχεία από την πραγματικότητα που γεύεται, πλάθοντας ένα ποιητικό εκμοντερνίστικo κοσμοείδωλο που αρέσκεται στον πειραματισμό των λέξεων και στην συναισθηματική κάθαρση. Συχνά μέσα στα ποιήματα της αντικρίζει κανείς λέξεις που θα χαρακτηρίζονταν αντιποιητικές, που ωστόσο είναι ρηξικέλευθα δραματικές προκαλώντας έντονα το συναίσθημα και το ξάφνιασμα του αναγνώστη:
«Η καθημερινότητα σου τσακίζει τα κόκκαλα
ενώ η νύχτα,
γεννιέται ώρα οχτώ
και μέχρι να ξεφτίσει
είναι μια μεγάλη ντίβα του πενταγράμμου
που κάθε βραδύ γηράσκει
Αεί διδασκόμενη».
Το ύφος άλλοτε παιγνιώδες και άλλοτε σαρκαστικό, κρύβει βαθύ κοινωνικοπολιτικό στοχασμό, όπως στο ποίημα της Μογκαντίσου :
«Ανάμεσα στους πυρσούς του Μογκαντίσου
λάμπουν μακριά τα φώτα της Ανατολής
η υποσαχάρια επιθυμία σου για αναρρίχηση
τρόμαξε
τους πετεινούς που σώπασαν.
Άκου πλησιάζει η μέρα της επανάστασης
σάλπιγγες ηχούν στα κωφάλαλα χωριά
μην ξεγυμνώνεσαι ακόμα».
Παρά την αδυναμία της μοντέρνας ποίησης να γίνει πολλές φορές κατανοητή από τον αναγνώστη, εδώ η ποιήτρια κατορθώνει να αφήσει ξεκάθαρους υπαινιγμούς για την εγρήγορση στην οποία πρέπει να βρισκόμαστε. «Περίμενε», μας λέει, «μην ξεγυμνώνεσαι ακόμα», υπονοώντας με μεστότητα και καθαρά υπαινικτική, μπρεχτική διάθεση, την ανάγκη περισυλλογής και εγκράτειας. «Ο άνθρωπος» για την ποιήτρια, «μόνο στην πόλη πλανιέται σαν ελεύθερο πουλί, παρά την εξουσία της πολιτικής, του τύπου, των επιχειρηματιών και των αρχιτεκτόνων». Αντικατοπτρίζει σε αυτό της το ποίημα, την ανάγκη της ελευθερίας έκφρασης ανάμεσα στο άγνωστο πλήθος, όπου η ύπαρξη ωριμάζει, αφού δεν κρύβεται πίσω από προσποιητά βλέμματα και λόγια κλισέ που συναντά κανείς σε πιο κλειστές κοινωνίες. Η ανάγκη της ελευθερίας έκφρασης διαχέεται και στα πλέον ερωτικά της ποιήματα , όπως είναι στο ποίημα της Βαθιά.
«…Φαντάστηκα μια Κυριακή που δεν τελειώνει ποτέ
Σε μιαν άγνωστη θάλασσα ενός άλλου πλανήτη
κι η μνήμη να ‘ναι μόνο του προηγούμενου σύννεφου
σαν να λυτρώθηκα
σε ευδαιμονική πλήξη
ο ερωτάς να μην με αφορά
στην αμφίβια φύση μου.
Ελεύθερη στην στρογγυλή Κυριακή του άστρου».
Ο έρωτας απελευθερώνεται από τα δεσμά της μνήμης κι εκείνη αισθάνεται ελεύθερη στη στρογγυλή Κυριακή του άστρου, όπως υπερρεαλιστικά καταλήγει το ποίημα. Στο ενδεχόμενο της επιστροφής του τετελεσμένου έρωτα, υποβόσκει μια αυτοσαρκαστική διάθεση, που φανερώνεται στους στίχους:
«Η ευτυχία θα ανοίξει έναν χρυσό μανδύα και ανελεύθερη θα με κλείσει μέσα. Δέσμια του βάρους της. …Με καλούν οι χώρες, τα ταξίδια, τα βιβλία. Δεν θα σου χαριστώ!», τονίζει ανασυνθέτοντας με θεατρικότητα και σκηνοθετική πινελιά το τέλος που επιθυμεί, όπου ελεύθερη και μοιραία θα πετάξει μακριά, ως γόησσα των ποιητών και των ανέμων.»
Το συνειδητό με το ασυνείδητο στοιχείο εναρμονίζονται εξαίσια, παντρεύοντας το ονειρικό με το πραγματικό στοιχείο, μέσα από υπέροχες μεταφορές, όπως βλέπουμε στο ποίημα της «Το μικρόβιο του έρωτα».
H ποιήτρια κατορθώνει μέσα από αυτή την ποιητική της συλλογή να πετύχει τον εναρμονισμό του εαυτού της με το Σύμπαν, να συνδεθεί ψυχικά με τον κόσμο γύρω της και μέσα από ένα δίοπτρο στοχαστικό να ενατενίσει το μέλλον, να εξομαλύνει το παρελθόν και να αφήσει το προσωπικό της στίγμα με λέξεις ιδιαίτερες και εκκωφαντικές (όπου χρειάζεται) προκειμένου να αποτυπώσει την φθορά του κόσμου που την περιβάλει και την εναντίωση της σε κάθε τι τετριμμένο, πολυφορεμένο, που στηρίζεται στην ανέχεια και στην απραξία, ως απόρροια του φόβου. Οι δονήσεις της επαναστατικής της φωνής ακούγονται σθεναρά στο ποίημα της: Οι Ποιητές:
«Μύστες της νοόσφαιρας
 αλύτρωτοι
 αγέρωχοι
 απροσπέλαστοι
 βραχώδεις
 βγάζουν συγχρόνως μουσική
 απ’ τα μαλλιά τους και τα τσίνορα.
 θροΐζουν έρωτα αδηφάγο
 και πέταλα ιδεών».
Ο συγκερασμός του συμβολισμού με την μοντέρνα αφαιρετική της γραφή, χωρίς εξάρσεις συναισθηματισμού και ατέρμονους βερμπαλισμούς μας παρασύρει σε μια ποιητική σύμπλευση όπου το πρωταγωνιστικό στοιχείο είναι η ενδοσκόπηση, η στροφή του εαυτού στην καλλιέργεια της ψυχικής ενδοχώρας. Ο θησαυρός της, όπως γράφει στο ομώνυμο ποίημα είναι η αγάπη και η ελευθερία που προσφέρει η χαρά της ετερότητας, όταν αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον έρωτα.
«Δεν με έσωσαν τα φύλλα του Σεπτέμβρη
που ξερά έπεφταν όσο περίμενα
τις εξελίξεις των τζιτζικιών..
Τα πέρατα του κορμιού σου
μελαμψά και δυναμωμένα
απ’ το κοίταγμα μου
απ’ τη λαγνεία της γλώσσας μου
της μύτης μου
των χεριών μου
πιο ψηλά
πιο αστραφτερά
σε χιλιάδες πετάγματα…
Με φιλιά κάλυκες των παραμυθιών
ξανά και ξανά…
…Στα χέρια σου ο καρπός έγινε ηδύποτο
και θησαυρός
ταγμένος απ’ το Θεό».
_
γράφει η
Κριτικός Λογοτεχνίας (M.A)
Συγγραφέας/Θεολόγος
(Πρώτη δημοσίευση  https://tovivlio.net )